- αλληλοσκοτώνομαι
- 1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τόν χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + σκοτώνω (-ομαι).ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοσκοτωμός].
Dictionary of Greek. 2013.